- τερατωπός
- -όν, Α(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός* (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατωπόν — τερατωπός marvellous looking masc/fem acc sg τερατωπός marvellous looking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
τερατεινός — ή, όν, Α [τέρας ατος] τερατόμορφος, τερατωπός* … Dictionary of Greek